- απαλλοτρίωση
- Όρος που στη νομική γλώσσα δηλώνει τη μεταβίβαση του δικαιώματος ιδιοκτησίας ενός ορισμένου αγαθού από ένα υποκείμενο δικαίου σε άλλο. Οι πράξεις που μεσολαβούν για να γίνει αυτή η μεταβίβαση ονομάζονται πράξεις α. Η α. μπορεί να γίνει με επαχθή τίτλο, δηλαδή με την προοπτική ενός ανταλλάγματος όπως στην αγοραπωλησία, ή με χαριστικό τίτλο όπως στη δωρεά. Οι πράξεις α. περιλαμβάνονται στις νομικές πράξεις διάθεσης, δηλαδή στις πράξεις που ελαττώνουν την οικονομική οντότητα της περιουσίας εκείνου που τις διενεργεί και ως τέτοιες υπάγονται σε ορισμένες περιπτώσεις σε ιδιαίτερες απαγορεύσεις ή σε ορισμένες προφυλάξεις. Μια ξεχωριστή κατηγορία πράξεων α. είναι η α. για λόγους δημόσιας ωφέλειας ή αναγκαστική α. όπως λέγεται συνήθως. Στην περίπτωση αυτή, για να εξυπηρετήσει το κράτος σκοπούς δημόσιου συμφέροντος που αφορούν άμεσα είτε το κρατικό σύνολο είτε ορισμένες κατηγορίες πολιτών, προβαίνει σε αναγκαστική μετάθεση του δικαιώματος ιδιοκτησίας από εκείνους που το κατέχουν στο ίδιο το νομικό πρόσωπο του κράτους, σε νομικά πρόσωπα και οργανισμούς ή και σε ιδιώτες (στους τελευταίους, ιδίως στις περιπτώσεις αποκατάστασης ακτημόνων καλλιεργητών).
* * *η (Α ἀπαλλοτρίωσις, -εως)η αναγκαστική αφαίρεση της ιδιοκτησίας σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου και για δημόσια ωφέλεια, αφού προηγουμένως καταβληθεί αντάλλαγμααρχ.δωρεά, πώληση.
Dictionary of Greek. 2013.